-
1 вельбот
1. (китобоец) η φαλαινίδα, το φαλαινοθηρικό (το σκάφος που χρησιμοποιείται για φαλαινοθυρία) 2. (шлюпка) η γρήγορη κωπηλάτη λέμβος (έως 8 κουπιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вельбот
-
2 бот
(судно) η λέμβος, το σκάφος, το πλοιάριοрыболовный - το ψαράδικο, το αλιευτικό πλοίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бот